φυκίου

φυκίου
φύκιον
orchil
neut gen sg
φῡκίου , φύκιος
god of sea-wrack
masc gen sg
φυκίον
orchil
neut gen sg
φῡκίου , φυκίον
orchil
neut gen sg
φυκιόω
pres imperat act 2nd sg
φυκιόω
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ελάτη — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.200 μ., 82 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βυτίνας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ., 151 κάτ.) του νομού Άρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τετραφυλίας. 3. Ορεινός… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ναυτικό και Περιβαλλοντικό Φισκάρδου (Κεφαλονιάς) — Το μουσείο του όμορφου μικρού λιμανιού του Φισκάρδου λειτουργεί, από το 1998, στο παλαιό κτίριο που μέχρι πριν από λίγα χρόνια στέγαζε το σχολείο και ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του τοπικού Ναυτικού και Περιβαλλοντικού Συλλόγου. Η συλλογή του… …   Dictionary of Greek

  • πλαγκτό — Με τον όρο αυτό –που προέρχεται από το ρήμα πλανώμαι– χαρακτηρίζεται το σύνολο των οργανισμών που ζουν στη μάζα των νερών, σε αντίθεση με το βένθος, που αποτελείται από τους οργανισμούς του βυθού. Με την ευρεία αυτή έννοια, το π. περιλαβαίνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”